ληγιωνάριος

ληγιωνάριος
ληγιωνάριος, ὁ (Α)
βλ. λεγεωνάριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεγεωνάριος — ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος) ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώνας νεοελλ. στον πληθ. οι λεγεωνάριοι α) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους β) τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”